ψυχογενής

ψυχογενής
-ές, Ν [ψυχογένεια]
1. αυτός που προέρχεται από την ψυχή
2. (ιατρ.-ψυχολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογένεια ή προκαλείται από ψυχικές εξεργασίες, χωρίς να είναι δυνατή η διαπίστωση σωματικού αιτίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ψυχογενής ανικανότητα — Η έλλειψη της ικανότητας του άνδρα για συνουσία. Οφείλεται σε λειτουργικές διαταραχές και είναι η συχνότερη αιτία ανικανότητας. Στην ψ.α. παρατηρείται έλλειψη στύσης του πέους εξαιτίας ψυχολογικών αναστολών, κυρίως δε ύστερα από φόβο, συγκίνηση,… …   Dictionary of Greek

  • ανικανότητα — Παθολογική κατάσταση του άντρα που εκδηλώνεται με αδυναμία στύσης του πέους και μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες ή λειτουργικές διαταραχές. Από τις ανατομικές ανωμαλίες οι κυριότερες είναι oυποσπαδίας, ο επισπαδίας, οι παθήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • σιτιομανία — η, Ν ιατρ. ψυχογενής βουλιμία, τοξικομανιακού χαρακτήρα, που εμφανίζεται επί νευρωτικής ή ψυχωτικής καταθλίψεως ως αντίδοτο τού άγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sitiomania < σιτίον, υποκορ. τού σῖτος + μανία] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχονεύρωση — Ονομασία που δόθηκε από τον Ντιμπουά της Βέρνης σε ψυχικές ανωμαλίες, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται ολοκληρωτικά στο πλαίσιο των νευρώσεων. Οι νευρώσεις και οι ψυχώσεις διαχωρίζονται μεταξύ τους μόνο σχηματικά. Στην πραγματικότητα υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”